- οξύφθογγος
- ὀξύφθογγος, -ον (Α)αυτός που έχει διαπεραστικό ήχο, οξύφωνος («ὀξύφθογγον εἶναι μουσικὸν ὄργανον τὴν σαμβύκην», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + φθόγγος (πρβλ. καλλί-φθογγος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξύφθογγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύφθογγον — ὀξύφθογγος masc/fem acc sg ὀξύφθογγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύφθογγα — ὀξύφθογγος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύφθογγοι — ὀξύφθογγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek